κεκροπίαθεν

κεκροπίαθεν
κεκροπίαθεν και κεκροπίηθεν (Α) επίρρ. από την Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κεκροπία + -θε(ν)*, κατάλ. τοπικών επίρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”